- κοιλάρα
- ημεγάλη κοιλιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-αράς — μεγεθυντική κατάληξη αρσενικών ονομάτων της Νεοελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη. Αβέβαιης ετυμολογικής προέλευσης. Πιθανώς προήλθε από ονόματα σε άρι (πρβλ. παλληκάρι παλληκαράς, ποδάρι ποδαράς) ή από συμφυρμό των καταλ. άρος και άς ή άρα… … Dictionary of Greek
τρελάρας — ο, θηλ. τρελάρα, παλ. τ. τρελλάρας, θηλ. τρελάρα, Ν 1. άτομο που κάνει τρέλες, παλαβιάρης 2. το θηλ. τρελάρα τρέλα («αυτός με την τρελάρα του γεμίζει την κοιλάρα του», παροιμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το θηλ. τρελάρα < τρελ(λ)ός + μεγεθ. κατάλ. άρα (πρβλ.… … Dictionary of Greek
Τελ ελ Αμάρνα — Τοποθεσία της Άνω Αιγύπτου, όπου βρίσκονται τα ερείπια της πόλης, που έχτισε ο φαραώ Αχενατόν προς τιμήν του θεού Ατόν, του ηλιακού δίσκου. Η πόλη καταστράφηκε λίγα χρόνια αργότερα στα χρόνια του φαραώ Χαρεμχάμπ από φανατικούς οπαδούς του… … Dictionary of Greek